- τρίγυον
- τρί-γῠον, τό,A a piece of three γύαι, Tab.Heracl.2.19, al.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τρίγυον — τὸ, Α τεμάχιο γης ή αγρός που είχε έκταση τριών γυών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + γυος (< γύης «μέτρο γης»), πρβλ. τετρά γυος] … Dictionary of Greek